Υψηλά ποσοστά φτώχειας και φαινόμενα ακραίας υλικής αποστέρησης παρουσιάζει η χώρα μας. Ένας στους δέκα έλληνες αδυνατεί να καλύψει τέσσερις από τις 9 ανάγκες που απαρτίζουν το δείκτη
ακραίας
ακραίας
υλικής αποστέρησης, έναν εναλλακτικό δείκτη φτώχειας που χρησιμοποιείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δείχνει τις δραματικές διαστάσεις που προσλαμβάνει το φαινόμενο, το τελευταίο διάστημα.
Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση διερεύνησης αλλά και άμβλυνσης του φαινομένου, επεδίωξε μέσω ενός συγχρηματοδοτούμενου από την Ευρωπαϊκή Ένωση Σχεδίου Δράσης, το Εργατικό Κέντρο Αθήνας σε συνεργασία με το Δίκτυο συνεργασίας «Φτώχεια και Εργασία» που δημιουργήθηκε για να εντοπίζει και να αναδεικνύει τις διαστάσεις του φαινομένου, να εντοπίζει τις υστερήσεις σε κάθε τομέα (εργασιακές σχέσεις, αμοιβές, κοινωνικές μεταβιβάσεις, κοινωνικές υπηρεσίες) και να υποστηρίζει την ανάληψη κοινών δράσεων για την άμβλυνση του προβλήματος.
Σύμφωνα με την πρόεδρο του ΕΚΑ, Στάβη Σαλουφάκου, με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα, παρόλο που στο δημόσιο διάλογο η φτώχεια ταυτίζεται με την έλλειψη εργασίας, η πλειοψηφία των φτωχών στην Ελλάδα, αλλά και τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, είναι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι. Μάλιστα, η συνδικαλίστρια επισημαίνει πως η οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις που αυτή έχει στην αγορά εργασίας, εκτός από την αύξηση της ανεργίας, θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση στις αποδοχές των εργαζομένων, αυξάνοντας την ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος και το ποσοστό των εργαζομένων που βρίσκονται κοντά ή κάτω από το όριο της φτώχειας.
Βάσει της μελέτης του ΕΚΑ η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15, της τάξης του 20,1%. Υψηλότατο είναι και το χάσμα φτώχειας (24,7%), ο λόγος δηλαδή της απόστασης του διάμεσου εισοδήματος των φτωχών από το κατώφλι φτώχειας, προς το κατώφλι φτώχειας.
Σύμφωνα με τον ευρέως διαδεδομένο ορισμό της φτώχειας, ένα άτομο θεωρείται φτωχό όταν το εισόδημα του νοικοκυριού στο οποίο είναι μέλος, είναι μικρότερο από το 60% του διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος της χώρας. Το διαθέσιμο εισόδημα ορίζεται ως το εισόδημα μετά τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές. Για τον προσδιορισμό του διαθέσιμου εισοδήματος χρησιμοποιείται μια κλίμακα ισοδυναμίας η οποία σταθμίζει το πρώτο μέλος της οικογένειας με 1, κάθε επιπλέον ενήλικα με 0,5 και κάθε επιπλέον παιδί με 0,3.
Ιδιαίτερα υψηλή είναι στη χώρα μας και η μακροχρόνια φτώχεια. Να σημειωθεί ότι τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ε.Ε. εμφανίζουν οι σκανδιναβικές χώρες καθώς και οι χώρες με συντηρητικό – κορπορατιστικό καθεστώς, δηλαδή οι Γαλλία, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Βέλγιο και Αυστρία, όπου οι κοινωνικές παροχές καλύπτουν ένα σχετικά ευρύ φάσμα κοινωνικών κινδύνων, ωστόσο το δικαίωμα σε αυτές θεμελιώνεται με βάση το κοινωνικο-επαγγελματικό status και την εργασιακή καριέρα των ατόμων.
Το υψηλότερο ποσοστό στις χώρες της Ε.Ε των 27, παρουσιάζει η Ελλάδα και όσον αφορά στην υλική αποστέρηση, ενώ στο 11,2% βρίσκεται και το ποσοστό ακραίας υλικής αποστέρησης. Ο εναλλακτικός αυτός δείκτης, βασίζεται στη δυνατότητα κάλυψης των παρακάτω 9 αναγκών:
1. Γεύμα με ψάρι ή κρέας κάθε δεύτερη ημέρα.
2. μια εβδομάδα διακοπές το χρόνο.
3. αντιμετώπιση έκτακτων εξόδων.
4. επαρκή θέρμανση στο σπίτι.
5. αποπληρωμή χωρίς δυσκολίες των τοκοχρεολυσίων, των ενοικίων και των λογαριασμών.
6. πλυντήριο στην κατοικία διαμονής.
7. έγχρωμη τηλεόραση στην κατοικία διαμονής.
8. τηλέφωνο στην κατοικία διαμονής.
9. κατοχή αυτοκινήτου.
Ένα νοικοκυριό χαρακτηρίζεται από υλική αποστέρηση, όταν αδυνατεί να καλύψει τουλάχιστον 3 από τις 9 αυτές ανάγκες. Επίσης, χαρακτηρίζεται από ακραία υλική αποστέρηση όταν υπάρχει αδυναμία κάλυψης τουλάχιστον 4 από τις 9 ανάγκες.
Όσον αφορά στη φτώχεια των εργαζομένων, η μελέτη δείχνει ότι οι εργαζόμενοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου παρουσιάζουν υπερτριπλάσιο κίνδυνο φτώχειας σε σχέση με τους εργαζόμενους αορίστου χρόνου (16% έναντι 5,1%). Οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης έχουν σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο φτώχειας σε σχέση με τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης (26% έναντι 13,5%). Οι κίνδυνος φτώχειας των εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα, είναι υψηλότερος από τον κίνδυνο φτώχειας των εργαζόμενων μερικής απασχόλησης στην Ε.Ε.
Τον υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα και την Ε.Ε. εμφανίζουν τα μονογονεϊκά νοικοκυριά με παιδιά.
Στο σύνολο της ελληνικής περιφέρειας, το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας παρουσιάζει ο αγροτικός κλάδος και το χαμηλότερο ο κλάδος της εκπαίδευσης.
Στην Αττική, υψηλότερος κίνδυνος φτώχειας καταγράφεται στον κατασκευαστικό κλάδο και χαμηλότερος στις επικοινωνίες.
Σύμφωνα με την κ. Σαλουφάκου, η αντιμετώπιση της φτώχειας των εργαζομένων προϋποθέτει την ενίσχυση της πλήρους και καλά αμειβόμενης απασχόλησης με σταθερότητα στη σχέση εργασίας, ενώ είναι απαραίτητο να αναμορφωθεί το σύστημα κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα, ώστε να καταστεί αποτελεσματικό στην άμβλυνση της φτώχειας που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους.
Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση διερεύνησης αλλά και άμβλυνσης του φαινομένου, επεδίωξε μέσω ενός συγχρηματοδοτούμενου από την Ευρωπαϊκή Ένωση Σχεδίου Δράσης, το Εργατικό Κέντρο Αθήνας σε συνεργασία με το Δίκτυο συνεργασίας «Φτώχεια και Εργασία» που δημιουργήθηκε για να εντοπίζει και να αναδεικνύει τις διαστάσεις του φαινομένου, να εντοπίζει τις υστερήσεις σε κάθε τομέα (εργασιακές σχέσεις, αμοιβές, κοινωνικές μεταβιβάσεις, κοινωνικές υπηρεσίες) και να υποστηρίζει την ανάληψη κοινών δράσεων για την άμβλυνση του προβλήματος.
Σύμφωνα με την πρόεδρο του ΕΚΑ, Στάβη Σαλουφάκου, με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα, παρόλο που στο δημόσιο διάλογο η φτώχεια ταυτίζεται με την έλλειψη εργασίας, η πλειοψηφία των φτωχών στην Ελλάδα, αλλά και τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, είναι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι. Μάλιστα, η συνδικαλίστρια επισημαίνει πως η οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις που αυτή έχει στην αγορά εργασίας, εκτός από την αύξηση της ανεργίας, θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση στις αποδοχές των εργαζομένων, αυξάνοντας την ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος και το ποσοστό των εργαζομένων που βρίσκονται κοντά ή κάτω από το όριο της φτώχειας.
Βάσει της μελέτης του ΕΚΑ η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15, της τάξης του 20,1%. Υψηλότατο είναι και το χάσμα φτώχειας (24,7%), ο λόγος δηλαδή της απόστασης του διάμεσου εισοδήματος των φτωχών από το κατώφλι φτώχειας, προς το κατώφλι φτώχειας.
Σύμφωνα με τον ευρέως διαδεδομένο ορισμό της φτώχειας, ένα άτομο θεωρείται φτωχό όταν το εισόδημα του νοικοκυριού στο οποίο είναι μέλος, είναι μικρότερο από το 60% του διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος της χώρας. Το διαθέσιμο εισόδημα ορίζεται ως το εισόδημα μετά τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές. Για τον προσδιορισμό του διαθέσιμου εισοδήματος χρησιμοποιείται μια κλίμακα ισοδυναμίας η οποία σταθμίζει το πρώτο μέλος της οικογένειας με 1, κάθε επιπλέον ενήλικα με 0,5 και κάθε επιπλέον παιδί με 0,3.
Ιδιαίτερα υψηλή είναι στη χώρα μας και η μακροχρόνια φτώχεια. Να σημειωθεί ότι τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ε.Ε. εμφανίζουν οι σκανδιναβικές χώρες καθώς και οι χώρες με συντηρητικό – κορπορατιστικό καθεστώς, δηλαδή οι Γαλλία, Γερμανία, Λουξεμβούργο, Βέλγιο και Αυστρία, όπου οι κοινωνικές παροχές καλύπτουν ένα σχετικά ευρύ φάσμα κοινωνικών κινδύνων, ωστόσο το δικαίωμα σε αυτές θεμελιώνεται με βάση το κοινωνικο-επαγγελματικό status και την εργασιακή καριέρα των ατόμων.
Το υψηλότερο ποσοστό στις χώρες της Ε.Ε των 27, παρουσιάζει η Ελλάδα και όσον αφορά στην υλική αποστέρηση, ενώ στο 11,2% βρίσκεται και το ποσοστό ακραίας υλικής αποστέρησης. Ο εναλλακτικός αυτός δείκτης, βασίζεται στη δυνατότητα κάλυψης των παρακάτω 9 αναγκών:
1. Γεύμα με ψάρι ή κρέας κάθε δεύτερη ημέρα.
2. μια εβδομάδα διακοπές το χρόνο.
3. αντιμετώπιση έκτακτων εξόδων.
4. επαρκή θέρμανση στο σπίτι.
5. αποπληρωμή χωρίς δυσκολίες των τοκοχρεολυσίων, των ενοικίων και των λογαριασμών.
6. πλυντήριο στην κατοικία διαμονής.
7. έγχρωμη τηλεόραση στην κατοικία διαμονής.
8. τηλέφωνο στην κατοικία διαμονής.
9. κατοχή αυτοκινήτου.
Ένα νοικοκυριό χαρακτηρίζεται από υλική αποστέρηση, όταν αδυνατεί να καλύψει τουλάχιστον 3 από τις 9 αυτές ανάγκες. Επίσης, χαρακτηρίζεται από ακραία υλική αποστέρηση όταν υπάρχει αδυναμία κάλυψης τουλάχιστον 4 από τις 9 ανάγκες.
Όσον αφορά στη φτώχεια των εργαζομένων, η μελέτη δείχνει ότι οι εργαζόμενοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου παρουσιάζουν υπερτριπλάσιο κίνδυνο φτώχειας σε σχέση με τους εργαζόμενους αορίστου χρόνου (16% έναντι 5,1%). Οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης έχουν σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο φτώχειας σε σχέση με τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης (26% έναντι 13,5%). Οι κίνδυνος φτώχειας των εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα, είναι υψηλότερος από τον κίνδυνο φτώχειας των εργαζόμενων μερικής απασχόλησης στην Ε.Ε.
Τον υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα και την Ε.Ε. εμφανίζουν τα μονογονεϊκά νοικοκυριά με παιδιά.
Στο σύνολο της ελληνικής περιφέρειας, το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας παρουσιάζει ο αγροτικός κλάδος και το χαμηλότερο ο κλάδος της εκπαίδευσης.
Στην Αττική, υψηλότερος κίνδυνος φτώχειας καταγράφεται στον κατασκευαστικό κλάδο και χαμηλότερος στις επικοινωνίες.
Σύμφωνα με την κ. Σαλουφάκου, η αντιμετώπιση της φτώχειας των εργαζομένων προϋποθέτει την ενίσχυση της πλήρους και καλά αμειβόμενης απασχόλησης με σταθερότητα στη σχέση εργασίας, ενώ είναι απαραίτητο να αναμορφωθεί το σύστημα κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα, ώστε να καταστεί αποτελεσματικό στην άμβλυνση της φτώχειας που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους.
Πηγή:www.capital.gr