Του Χρήστου Γ. Σαλτογιάννη
Χρήστος Γ. Σαλτογιάννης
Το φυτό στέβια προέρχεται από την Λατινική Αμερική. Εδώ και αρκετά χρόνια καλλιεργείται συστηματικά στην Παραγουάη, την Βραζιλία και την Αργεντινή καταλαμβάνοντας
χιλιάδες στρέμματα γης. Ειδικότερα, φυτρώνει στη βορειοδυτική Παραγουάη και αποτελεί παραδοσιακό γλυκαντικό της αυτόχθονης φυλής Γκουαρανί και ορισμένοι το αποκαλούν ως το μαγικό βότανο από την Παραγουάη. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι, καταναλώνεται σε μεγάλες ποσότητες σε χώρες όπως ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Ιαπωνία και η Μαλαισία.
Η στέβια είναι ένα ετήσιο, ποώδες, πολύκλαδο και αρκετά λιτοδίαιτο φυτό. Σπέρνεται τον Απρίλιο, μεταφυτεύεται (όπως ο καπνός) τον Μάιο και συγκομίζεται τον Σεπτέμβριο, ενώ όλες οι καλλιεργητικές φροντίδες-τεχνικές γίνονται με μηχανικά μέσα και ακόμη απαιτούνται λίγα εργατικά χέρια (εργατοώρες). Επιπλέον, για να αναπτυχθεί χρειάζεται τις ίδιες περιβαλλοντικές συνθήκες με τον καπνό.
Γενικά, η στέβια μπορεί να φτάσει τα 60 εκατοστά σε ύψος και ευδοκιμεί και σε αμμώδη εδάφη μικρής γονιμότητας.
Η στέβια είναι ένα φυτό ευαίσθητο στις χαμηλές θερμοκρασίες και σε περιπτώσεις παγετού μπορεί να υποστεί ανεπανόρθωτες ζημιές (καταστροφή υπέργειου τμήματος).
Οι αποστάσεις μεταξύ των φυτών κυμαίνονται περίπου στα 30 εκατοστά και επίσης μεταξύ των γραμμών φύτευσης περίπου στα 60 εκατοστά.
Επιπροσθέτως, το φυτό χρειάζεται λίγη άρδευση και ελάχιστες λιπάνσεις. Δεν προσβάλλεται εύκολα από ασθένειες και έντομα γεγονός που σημαίνει ότι υπάρχουν δυνατότητες να καλλιεργηθεί και με βιολογικό τρόπο.
Κύρια ουσία της στέβια θεωρείται η στεβιοσίδη, μια κρυσταλλική γλυκαντική ουσία που δεν διαθέτει θερμίδες και μπορεί να καταναλωθεί άφοβα και από τους διαβητικούς. Συγκεκριμένα, η στεβιοσίδη είναι 300 φορές πιο γλυκιά από την συμβατική ζάχαρη και σύμφωνα με έρευνες δεν έχουν διαπιστωθεί ενδείξεις για ανεπιθύμητη δράση στον ανθρώπινο οργανισμό. Τονίζεται ότι, οι έρευνες του Πανεπιστημίου της Ασουνσιόν έχουν δείξει ότι η στέβια διαθέτει αντιοξειδωτικές, αντιφλεγμονώδεις και αντιβακτηριδιακές ιδιότητες.
Ακόμη, τα φύλλα της στέβια μπορούν να καταναλωθούν χλωρά για δροσερή αναπνοή, ενώ παράλληλα γίνεται και λικέρ με δυνατότητες επεξεργασίας από την βιομηχανία τροφίμων και αναψυκτικών.
Τα συμπεράσματα από τους πειραματικούς αγρούς είναι ενθαρρυντικά (ιδιαίτερα για τον Νομό Αιτωλοακαρνανίας) και σύντομα η στέβια πρόκειται να εισέλθει στη λίστα των καλλιεργούμενων ελληνικών φυτών με σκοπό να αντικαταστήσουν τον καπνό και τα ζαχαρότευτλα που λόγω της νέας Κ.Α.Π. δεν αποδίδουν ικανοποιητικό εισόδημα στα νοικοκυριά των αγροτών μας.
Η αναμενόμενη έγκριση από την Ε.Ε. σημαίνει ότι τα προϊόντα της στέβιας θα χρησιμοποιούνται από τη βιομηχανία Τροφίμων και Ποτών και θα βρίσκονται στα ράφια των Σούπερ Μάρκετ της Ευρώπης από τις αρχές του 2012 και επίσης ότι η καλλιέργεια της στέβιας θα ξεκινήσει στην Ευρώπη και στην Ελλάδα από την άνοιξη του 2012.
Σήμερα παγκοσμίως καλλιεργούνται περίπου 500.000 στρέμματα στέβιας και αναμένεται να αυξηθούν τα στρέμματα λόγω της εισαγωγής των προϊόντων της στέβια στην παγκόσμια αγορά. Δηλαδή, αναμένεται να εκτοπίσει τα χημικά γλυκαντικά (Ασπαρτάμη, Σουκραλόζη κλπ), αλλά και να αποσπάσει μεγάλα μερίδια αγοράς και από την κλασσική ζάχαρη (τευτλοζάχαρη και καλαμοζάχαρη), όπως εκτιμούν διεθνείς αναλυτές και πρακτικά αυτό δηλώνει ότι τα στρέμματα θα ανέλθουν στα 8.000.000.
Προβλέπεται ότι εντός της Ε.Ε. θα χρειαστεί να καλλιεργηθούν περίπου 1.000.000 στρέμματα για την κάλυψη των αναγκών της. Η Ελλάδα οφείλει να αποκτήσει μέρος της Ευρωπαϊκής αγοράς στέβιας και να καλλιεργείται κυρίως από πρώην καπνοπαραγωγούς.
Ωστόσο, αυτό που χρειάζεται είναι μια εντονότερη δράση σε επίπεδο ενημέρωσης από πλευράς της Πολιτείας και των ειδικευμένων Φορέων. Επιπλέον, οι Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών οφείλουν να αναλάβουν περισσότερες πρωτοβουλίες και με αυτό τον τρόπο να συμβάλουν ενεργά στην μετά καπνό εποχή.
Απαιτούνται λοιπόν, κοινές δράσεις από όλους τους Φορείς για να προκύψει κάτι βιώσιμο και ελπιδοφόρο για τον τόπο μας, το Ξηρόμερο και ευρύτερα τον Νομό Αιτωλοακαρνανίας.