Από μια πόρτα, από την Κερκόπορτα είχαν μπει λίγοι Τούρκοι και σήκωσαν μία και μοναδική σημαία απάνω στα τειχιά μας! Ουρλιαχτά πανικού ακούστηκαν…
Με τη δύναμη όλων των γενεών των Ελλήνων ρίχτηκε στη μάχη τώρα ο ίδιος ο τελευταίος βασιλέας μας. Σήκωνε το σπαθί του και όταν το κατέβαζε απλώνονταν σωρός οι Τούρκοι, που βλέποντας πως κάτι συνέβαινε ξανατρέξαν με καινούργια ορμή στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, εκεί που πολεμούσε σαν το λιοντάρι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος! Στο πιο αδύναμο μέρος της άμυνας!
Ο πανικός απλωνόταν, “οι Τούρκοι, οι Τούρκοι” ακούγονταν ακόμα πιο πολλές φωνές πανικού, βλέποντας το λυσσασμένο κύμα των Γενιτσάρων να σπάει τις αφύλακτες πια θέσεις των ανδρών και να περικυκλώνει τον Αυτοκράτορα, που πολεμούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, με όλη την πνοή της ανδρείας του!
“Εάλωωω! Η Πόλις εάλωωωω”!
Δάκρυα σπαραγμού βγήκαν από τα σωθικά του σαν άκουσε εκείνο το “εάλω” Η Πόλη… η Πόλη του, ό,τι αγάπησε, αυτό για το οποίο τόσο πάλεψε και ξαγρύπνησε, η Πόλη, Θεέ μου “εάλω”!
Η σφαγή του πληθυσμού είχε αρχίσει…
Ο Παλαιολόγος τότε έβγαλε την αυτοκρατορική του στολή, διατηρώντας τις ερυθρές περικνημίδες με τους χρυσούς δικέφαλους αετούς , γύρισε και είπε προς τους άλλους “Υπάγωμεν προς τον θάνατο“,
“Γίνεται εγώ να είμαι ζωντανός και η Πόλις να έχει κυριευτεί;“
“Δεν υπάρχει κανείς Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;” φώναξε με όλη τη δύναμή του καθώς το σπαθί του κατέβαινε με ορμή σε ένα Γενίτσαρο που ούρλιαξε από το πόνο, φοβούμενος μην πέσει ζωντανός στα χέρια των αλλόθρησκων! Αστραπή πέρασε από το νου του το αίτημα που είχε ζητήσει από το Χριστό, το βράδυ όταν μεταλάμβανε και γύρεψε συγχώρηση.
“Γίνεται εγώ να είμαι ζωντανός και η Πόλις να έχει κυριευτεί;“
“Δεν υπάρχει κανείς Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;” φώναξε με όλη τη δύναμή του καθώς το σπαθί του κατέβαινε με ορμή σε ένα Γενίτσαρο που ούρλιαξε από το πόνο, φοβούμενος μην πέσει ζωντανός στα χέρια των αλλόθρησκων! Αστραπή πέρασε από το νου του το αίτημα που είχε ζητήσει από το Χριστό, το βράδυ όταν μεταλάμβανε και γύρεψε συγχώρηση.
Και σαν απάντηση ήρθε τότε ένα δυνατό χτύπημα που του έκοψε την ανάσα! Ένας Γενίτσαρος τον είχε λαβώσει πισώπλατα! “Εάλω η Πόλις” ακούστηκε μακάβρια η σπαραχτική φωνή. Και όπλισε με τέτοια δύναμη τον βασιλέα, που γύρισε τραυματισμένος και με μια σπαθιά πήρε το κεφάλι του άτιμου που τον χτύπησε!
Καινούριο κύμα Τούρκων χίμηξε από τα χαλάσματα μέσα! Όσοι είχαν απομείνει πάλευαν τώρα 1 με 20!
Πάλι σήκωσε το σπαθί ο Κωνσταντίνος! Πάλι πολεμούσε για την Πίστη, όπως είχε πει στον τελευταίο λόγο του και για την Πατρίδα!
Γέμισε ο τόπος τούρκικα σαρίκια! Ένα δόρυ σφενδονίστηκε καταπάνω του και τον ήβρε τον ΗΡΩΑ στο στήθος! Χαλάρωσε η λαβή του! Λύγισαν τα γόνατα! Τα μάτια του έγιναν βαριά! Οι φωνές έπαψαν να ακούγονται! Τα ουρλιαχτά πια δεν τον άγγιζαν! Ο Αετός φτερούγιζε για τα ουράνια! Να σμίξει με τους παλιούς ήρωες, που τον περίμεναν δακρυσμένοι στα ουράνια, κάτω από το Θρόνο του Κυρίου της Ζωής και της Ανάστασης! Είχαν προλάβει με απανωτές τους Πρεσβείες, με μπροστάρισα την ίδια τη Βασίλισσα των Αγγέλων και είχαν αποσπάσει τη μεγάλη και βεβαία υπόσχεσή Του:
“Πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλε δικά σας θα ‘ναι”!!!