Γεννήθηκε στη Ζάτουνα Γορτυνίας και ήταν γιος του Νικολάου Φωτόπουλου
από τη Ζάτουνα της Αρκαδίας και της...
Άννας Παπαδοπούλου από το Αίγιο. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και παρακολούθησε μαθήματα της
Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου
Αθηνών (μέχρι το β' έτος, 1933).
Εργάσθηκε
ως ηθοποιός - θιασάρχης από το 1952 και σκηνοθέτης από το 1960. Έγραψε 7 βιβλία
(4 ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» 1940, «Ημιτόνια» 1960, «Σκληρά τριολέτα»
1961 και ο «θάνατος των ημερών» 1976) και 3 αυτοβιογραφικά («25 χρόνια θέατρο»
1958, «Το ποτάμι της ζωής μου» και «Ελ Ντάμπα - Όμηρος των Εγγλέζων» 1965) και
2 θεατρικά έργα («Ένα κορίτσι στο παράθυρο» 1966 και «Πελοπίδας ο καλός
πολίτης» 1976) που έχουν παιχτεί. Οργάνωσε 5 εκθέσεις ζωγραφικής (ιδιότυπης
τεχνικής κολάζ γραμματοσήμων).
Υπήρξε
μέλος του Δ.Σ. του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης
Ελευθέρου Θεάτρου και Πρόεδρος του Δ. Σ. Άρματος Θέσπιδος. Έκανε θεατρικές
περιοδείες στην Αμερική, Γερμανία, Αίγυπτο, Τουρκία και Κύπρο. Τιμήθηκε με τα παράσημα
Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α' και Σταυρό του Αποστόλου Μάρκου Πατριαρχείου
Αλεξανδρείας.
Ο
Μίμης Φωτόπουλος ασχολήθηκε για πολλά χρόνια και με αξιοσημείωτη επιτυχία με
την τεχνική του κολάζ και μάλιστα με έναν πολύ ιδιαίτερο
τρόπο, τη χρήση «ψηφίδων» από γραμματόσημα με τις οποίες έφτιαξε μεγάλο αριθμό
ζωγραφικών πινάκων.
Σημαντικότερες
συμμετοχές του ήταν στο «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ,
στις «Αγριόπαπιες» του Ίψεν στο θέατρο Τέχνης, στο «Όνειρο
καλοκαιρινής νύκτας» του Σαίξπηρ στο
θέατρο του Βασιλικού Κήπου (1956) και για πολλά χρόνια συνεργάστηκε με τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Εμφανίστηκε σε
δεκάδες κωμωδίες φάρσες αλλά και δραματικούς ρόλους. Χαρακτηριστικές ερμηνείες
στο «Ο καλός στρατιώτης Σβέικ» και «Δον Καμίλλο». Επίσης σε περισσότερες από
100 ταινίες με κωμικούς ρόλους όπως «Η Κάλπικη λίρα», «Λατέρνα, φτώχεια και
φιλότιμο», «Τα κίτρινα γάντια», «Το σωφεράκι», «Ο Εμίρης και ο Κακομοίρης»
(στην ταινία αυτή η Ελένη
Προκοπίου αποτέλεσε την κινηματογραφική του κόρη), «Ο γρουσούζης» κ.ά.
Χαρακτηριστική του κινηματογραφική ατάκα που βρίσκουμε στην
ταινία «Ο ουρανοκατέβατος»: «Και μετά θα κάααθεσαι!»
Συγγραφικό έργο
·
"Το ποτάμι της ζωής μου" εκδ. Καστανιώτη :
Αυτοβιογραφία όπου ο Μ. Φωτόπουλος μιλάει για το ελληνικό θέατρο και τον
κινηματογράφο της εποχής του, καθώς και για άλλες του επιδόσεις στις τέχνες,
παράλληλα με τις διάφορες σχέσεις του με τους ανθρώπους. "Γεννήθηκα",
γράφει, "ανήμερα Κυριακής των Βαΐων, σημαδιακή μέρα στη Ζάτουνα, χωριό
που έγινε γνωστό όχι από μένα φυσικά, αλλά από τον Μίκη Θεοδωράκη που τον
εξόρισε εκεί η εφταετία". Στο ποτάμι της ζωής του γράφουν επίσης οι
Λάκης Λαζόπουλος, Γιάννης Σιδέρης, Κ. Γεωργουσόπουλος, Έλενα Ακρίτα, Μαρία
Ρεζάν, Χρ. Βαλαβανίδης και Γιάννης Ξανθούλης. Το έργο συμπληρώνεται με πλούσια
εικονογράφηση με έλλειψη όμως χρονολογίου στοιχείων φιλμογραφίας και θεατρικών
παραστάσεων.
Τα πολιτικά πιστεύω
του Φωτόπουλου
Κατά την περίοδο της κατοχής, ο Μίμης Φωτόπουλος εντάχθηκε
στην αντίσταση και συμμετείχε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Λόγω της
μόρφωσής του, είχε αναλάβει περισσότερο «διαφωτιστικό» ρόλο. Μετέφερε δηλαδή
τις ιδέες και τη θεωρία της επανάστασης στον απλό κόσμο. Το 1944 έγινε μέλος
και στον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών, της ομάδας των ηθοποιών που προέτασαν
μέσα από τα έργα τους τις ιδέες της αριστεράς. Σαν μέλος αυτού του θιάσου
συμμετείχε σε παραστάσεις που γίνονταν σε υπόγεια θέατρα, υπό το άγρυπνο μάτι
ανθρώπων του ΕΛΑΣ, που φύλαγαν ηθοποιούς και θεατές από ενδεχόμενο χτύπημα.
Η
σύλληψη του ηθοποιού και η εξορία
Στα τέλη του 1944 τα Δεκεμβριανά είχαν ήδη ξεσπάσει στην
Αθήνα. Οι συγκρούσεις των ανταρτών με τους Βρετανούς και τις κυβερνητικές
δυνάμεις ήταν καθημερινές και σφοδρές. Πολλά σπίτια κάηκαν και χιλιάδες
άνθρωποι, ακόμα και αμέτοχοι στη σύρραξη, βρήκαν τραγικό θάνατο. Ένα από τα
σπίτια που παραδόθηκαν στις φλόγες, ήταν και αυτό του Μίμη Φωτόπουλου. Η
απώλεια ήταν μεγάλη. Όχι μόνο γιατί ο ίδιος και ο αδελφός του βρέθηκαν στον
δρόμο, αλλά και γιατί μέσα στο σπίτι τους, τα δύο αδέλφια είχαν μια τεράστια
βιβλιοθήκη, με περοσσότερα από 2.000 βιβλία, που κάηκαν.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1945, ο Φωτόπουλος
επισκέφτηκε τα στέκια των καλλιτεχνών στο Κολωνάκι, προκειμένου να βρει
δουλειά. Εκεί συνελήφθη. Τον είχε προδώσει ένας άνθρωπος του θεάτρου. Ο ίδιος
έχει περιγράψει τη στιγμή της σύλληψης στο βιβλίο του, «το ποτάμι της ζωής
μου»: «Ξαφνικά, ένα βάναυσο χέρι μου χτύπησε τον ώμο. Γυρίζω και βλέπω έναν
ταξιθέτη. Ήτανε το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου, ο Αποστόλης. Σε λίγο, να “μαι
στα βάθη ενός κρατητηρίου. Βρισκόμουν βέβαια σε ένα αστυνομικό τμήμα, που
στεγαζόταν σε κάποια πολυκατοικία κοντά στην οδό Αμερικής. Στην αρχή ήμουν ο
μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δύο ώρες, αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με
τόσο κόσμο που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε». Λίγες μέρες αργότερα, οι
κρατούμενοι φορτώθηκαν σε ένα καράβι και απέπλευσαν από το Φάληρο με άγνωστο
προορισμό. Μέσα στο πλοίο βρίσκονταν στοιβαγμένοι Έλληνες άντρες κάθε ηλικίας.
Κανείς τους δεν γνώριζε που τους πήγαιναν. «Μας βάλανε στα έγκατα του καραβιού
και μας κλείσανε πίσω από καγκελωτές σιδερένιες πόρτες, με σκοπούς μπροστά να
μας φυλάνε. Ότι σαλπάραμε το καταλάβαμε από το τράνταγμα της προπέλας, καθώς
έσκιζε τα νερά του Σαρωνικού. Για που τραβάγαμε; Σίγουρα πάντως όχι για την
Αίγινα». Ο προορισμός ήταν η Ελ Ντάμπα της Αφρικής....
Η ζωή στο στρατόπεδο
Η ζωή στο στρατόπεδο
Οι συνθήκες ζωής στην Ελ Ντάμπα ήταν πολύ δύσκολες. Το
στρατόπεδο είχε στηθεί πρόχειρα σε αμμόλοφους της ερήμου. Οι Έλληνες, που δεν
είχαν συνηθίσει το κλίμα της Αφρικής, δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν. Την ημέρα
η ζέστη ήταν αφόρητη και το βράδυ η παγωνιά έκανε τους αιχμαλώτους να
υποφέρουν. Οι υποδομές ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Οι εξόριστοι ζούσαν μέσα σε
συρματοπλέγματα, που έμοιαζαν με τεράστια κλουβιά. Οι σκηνές δεν έφταναν για
όλους με αποτέλεσμα να συνωστίζονται για να κοιμηθούν.
Οι ψείρες έκαναν γρήγορα την εμφάνισή τους
Οι ψείρες έκαναν γρήγορα την εμφάνισή τους
Το φαγητό ήταν μια
ακόμη δύσκολη εμπειρία για τους εξόριστους. Στην έρημο, οι αμμοθύελλες ήταν
συχνές, με αποτέλεσμα πολύ συχνά οι εξόριστοι να μασάνε κόκκους άμμου μέσα στο
λιγοστό φαγητό που τους έδιναν. Όλοι έψαχναν διεξόδους που θα κράταγαν ζωντανή
την ελπίδα για ζωή. Ο Μίμης Φωτόπουλος βρήκε καταφύγιο στο θέατρο. «Καιρό τώρα
σκεφτόμασταν, πως μας έλειπε κάτι το ουσιαστικό. Ήταν το θέατρο. Στο κλουβί μας
υπήρχε ένας θεατρώνης, ένας υποβολέας κι ένας ηθοποιός. Μετά τις παραστάσεις
που δώσαμε μες το κλουβί μας, φύγαμε για περιοδεία και στ’ απέναντι κλουβί».
Για αρκετό καιρό, ο Φωτόπουλος και η ομάδα του διασκέδαζαν τους υπόλοιπους
κρατούμενους κάνοντας κάτι δημιουργικό.
Οι μέρες κυλούσαν κι ενώ η ζωή στην Ελ Ντάμπα
είχε μπει σε ένα ρυθμό, στην Ελλάδα, οι συγγενείς του ηθοποιού δεν είχαν
καταφέρει να μάθουν τίποτα για την τύχη του αγαπημένου τους.